καταντίπ

καταντίπ
επίρρ. εντελώς, ολότελα («είναι καταντίπ ηλίθιος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ. < κατ(α)-* + ντιπ «εντελώς» (< τουρκ. dip)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταντίπ — (λ. τουρκ.), επίρρ. ποσ., ολωσδιόλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ντιπ — επίρρ. 1. ολοκληρωτικά, ολωσδιόλου, ολότελα («είναι ντιπ φτωχός») 2. (σε αρνητ. πρότ.) καθόλου, ούτε μια σταλιά («δεν σκαμπάζει ντιπ από μουσική») 3. συντίθεται με την πρόθεση κατά προκειμένου να δηλώσει εμφαντικά μια έννοια και μερικές φορές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”